καταπανουργώ

καταπανουργώ
(AM καταπανουργῶ, -έω και καταπανουργεύω)
1. (ενεργ. και μέσ.) σκέπτομαι ή ενεργώ με δόλο, με πανουργία εναντίον κάποιου, μηχανορραφώ
2. μέσ. καταπανουργεύομαι, καταπανουργουμαι
αποκρούω ή εξαπατώ κάποιον με πανουργία, με δολιότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”